- φωτοπηξία
- η, Νιατρ. μέθοδος προκλήσεως πήξεως στον βυθό τού οφθαλμού με τη βοήθεια συγκλινουσών φωτεινών ακτίνων, η οποία αξιοποιεί τις οπτικές ιδιότητες τών διαθλαστικών μέσων τού ματιού, που βοηθούν σημαντικά στην εστίαση τού φωτός σε ένα ακριβές σημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photocoagulation].
Dictionary of Greek. 2013.